- υπόλειμμα
- [иполимма] ουσ. о. остаток.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ὑπόλειμμα — remnant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόλειμμα — το / ὑπόλειμμα, είμματος, ΝΜΑ [ὑπολείπω] καθετί που μένει ως υπόλοιπο, απομεινάρι (α. «έφαγε ό,τι υπόλειμμα φαγητού βρήκε» β. «ὑπολείμματα πολλὰ ὑγρότητος γονίμου», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. (γεωπ.) η ποσότητα φυτοφαρμάκων που παραμένει μέσα στους… … Dictionary of Greek
υπόλειμμα — το, ατος μικρό ή ασήμαντο υπόλοιπο, απομεινάρι, κατάλοιπο, ρέστο: Τα υπολείμματα του στρατού που διαλύθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελάσα — Υπόλειμμα της βιομηχανίας παρασκευής ζάχαρης. Περιέχει περίπου 40 50% ζάχαρη και άλλες ουσίες, διαφορετικής φύσης. Το αρχικό υγρό εκχύλισμα συμπυκνώνεται διαδοχικά και βαθμιαία σε κενό αέρος και με κατάλληλο τρόπο, μέσω του οποίου το προϊόν (η… … Dictionary of Greek
ὑπολειμμάτων — ὑπόλειμμα remnant neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολείμμασι — ὑπόλειμμα remnant neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολείμματα — ὑπόλειμμα remnant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολείμματι — ὑπόλειμμα remnant neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολείμματος — ὑπόλειμμα remnant neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek